Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012 0 σχόλια

Παρελθόν και μέλλον, χάνονται μαζί.

Αναδημοσιεύω κείμενο της Δ.Κουτσούμπα, Πρόεδρο του Δ.Σ. του ΣΕΑ, με αφορμή το βίντεο που για κάποιο ασύλληπτο λόγο απαγορεύτηκε από την γεμάτη ποιότητα και μέλλον ελληνική τηλεόραση.




Μετωπική με νταλίκα

Σας έχει τύχει ποτέ να αισθάνεστε ότι ζείτε μια εξωπραγματική στιγμή, μια στιγμή που ενώ είστε εκεί είναι σαν να μη βρίσκεστε στη θέση σας, αλλά να πετάτε σαν ένα πουλί και να βλέπετε τον εαυτό σας από ψηλά και να πιστε
ύετε ότι όσα διαδραματίζονται υπάρχουν σε ένα παράλληλο σύμπαν; Έτσι ακριβώς αισθάνθηκα καθισμένη στα πρώτα έδρανα πίσω από το τραπέζι του ΚΑΣ, καθώς υποβλήθηκα σε ένα νέου τύπου μαρτύριο, το μαρτύριο μην πεις αυτά που πραγματικά πιστεύεις, δείξε την καλή σου διαγωγή όσο κι αν εδώ μέσα ποδοπατούν τη λογική. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή…
Εν αρχή ην η διεθνής καμπάνια του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς από τις περικοπές σε κονδύλια και προσωπικό. Η καμπάνια ξεκίνησε μετά το χτύπημα στο παλαιό Μουσείο της αρχαίας Ολυμπίας, τη σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της υποβάθμισης της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, της μη αναγνώρισης του αναντικατάστατου της πολιτιστικής κληρονομιάς, της άγνοιας κινδύνου που οδηγούσε τον πρώτη Υπουργό ΥΠΠΟΤ κο Γερουλάνο να επαίρεται (σε εγχώρια και διεθνή μίντια) ότι το Υπουργείο του λειτουργεί με τον μισό προϋπολογισμό. Επειδή οι αρχαιολόγου που εργαζόμαστε στο Υπουργείο Πολιτισμού αναγνωρίζουμε ότι η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς δεν γίνεται για μας, αλλά για το σύνολο της κοινωνίας, θελήσαμε να γυρίσουμε ένα τηλεοπτικό σποτ με το απλό μήνυμα ότι η ίδια η κοινωνία πρέπει να ευαισθητοποιηθεί για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, της ίδιας της ιστορίας της, κόντρα στις σειρήνες «τώρα κρίση έχουμε, λεφτά για μάρμαρα θα δίνουμε»;
Το σενάριο πάει κάπως έτσι: ένα κοριτσάκι επισκέπτεται με τη μητέρα του το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, απομακρύνεται από κοντά της, περιφέρεται στις αίθουσες του Μουσείου, βρίσκεται μπροστά στην Κόρη Φρασίκλεια, υπάρχει μια κρυφή συνομιλία μεταξύ τους, το κοριτσάκι χαμογελά. Ένα χέρι απότομα τραβά το κορίτσι σαν να το απαγάγει. Πέφτει καρτέλα: ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΕΛΛΟΝ. Στην επόμενη σκηνή, το κορίτσι είναι στη θέση του, λείπει όμως από τη βάση της η Φρασίκλεια, που τελικά έχει «απαχθεί». Επόμενη καρτέλα: ΧΩΡΙΣ ΠΑΡΕΛΘΟΝ. Και καταλήγει: Τα μνημεία δεν έχουν φωνή, εσύ έχεις. Ο συμβολισμός εύληπτος: το κοριτσάκι συμβολίζει το μέλλον, το άγαλμα συμβολίζει το παρελθόν, την ιστορική μνήμη. Αν σου στερήσουν το παρελθόν, θα πρέπει να πονέσεις σαν να σου στερούν το μέλλον. Οι φιλόξενες αίθουσες του Μουσείου (στην πρώτη σκηνή) έχουν γίνει απόκοσμες (στην τελευταία σκηνή) για να είναι προφανές ότι η σκηνή απαγωγής του κοριτσιού και του αγάλματος είναι συμβολική.
Η προβολή του σποτ στην τηλεόραση απαγορεύτηκε χτες από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο. Δεν ξέρουμε ακόμη την επίσημη αιτιολογία ή το τελικό «σκορ» υπέρ-κατά, άλλωστε ήταν αργά και οι δημοσιογράφοι είχαν ήδη εγκαταλείψει την αίθουσα. Αυτά που γνωρίζουμε όμως είναι οι ερωτήσεις που έγιναν στα μέλη του ΔΣ που παραβρέθηκαν στη συνεδρίαση για να παρουσιάσουν το σποτ.
Ούτε λίγο ούτε πολύ τα μέλη του ΚΑΣ που πήραν το λόγο είχαν «διαβάσει» μόνο την κυριολεξία της εικόνας (βία στο παιδί, εξαφάνιση αγάλματος, δεν υπάρχουν φύλακες στην αίθουσα -sic!…) και είχαν «δει» το ανάποδο μήνυμα. Τον διασυρμό της χώρας, το μήνυμα ότι στα ελληνικά μουσεία ο καθένας μπορεί ανενόχλητος να κλέψει ένα άγαλμα ή να απαγάγει ένα παιδί (θυμήθηκα το μπαμπά μου, που πίστευε ότι οι δίσκοι του heavy metal αν παιχτούν ανάποδα μεταδίδουν σατανιστικά μηνύματα, αλλά ο μπαμπάς μου τουλάχιστον δεν μυρίζει μούχλα και καμαρίλα, αφήστε που μου μαθε να λέω την αλήθεια κι αυτό με κυνηγάει σε όλη μου τη ζωή…). Αιώνες συμβολισμού στην τέχνη έχουν πάει περίπατο, τα πάντα είναι «κυριολεκτικά». Επίσης, αλγεινή εντύπωση τους προξένησε το γεγονός ότι το μήνυμα είναι σοκαριστικό, μιας και η κοινωνία που ζούμε είναι αγγελικά πλασμένη κι όταν με απειλή όπλων έδεσαν τη φύλακα και άδειασαν το παλαιό Μουσείο της Ολυμπίας, δεν αισθανθήκαμε όλοι σοκαρισμένοι αλλά απολύτως ψύχραιμοι συνεχίσαμε να πίνουμε το τσάι μας. Ούτε είναι ευρέως διαδεδομένο στην κινηματογραφική παιδεία (και στην τηλεοπτική μας εποχή) το εύρημα μιας δυνατής εικόνας που τραβάει την προσοχή προκαλώντας ένα έντονο συναίσθημα για να μπορέσει να περάσει το μήνυμα που θέλει. Όλα αυτά διανθισμένα με πολλή ξινίλα για το ότι δεν είναι μόνο ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων που ενδιαφέρεται για την πολιτιστική κληρονομιά –μα δεν απαγόρευσε ο ΣΕΑ σε όλους τους υπόλοιπους να βγάλουν άλλα 10 σποτ και 200 αφίσες για το ίδιο θέμα, το ΚΑΣ απαγόρευσε στον Σύλλογο να προβάλλει το μήνυμά του!
Πράγματι, το συγκεκριμένο μήνυμα και τηλεοπτικό σποτ θα μπορούσε και θα έπρεπε να ήταν παραγωγή του ίδιου του Υπουργείου Πολιτισμού (νυν Γραμματείας), που γνωρίζει πολύ καλά την αύξηση των λαθρανασκαφών σε όλη τη χώρα, που έχει ευθύνη για την προστασία της κληρονομιάς, που θα ‘πρεπε να έχει ως πρώτο μέλημα να διατηρεί ζωντανή την ιστορική μνήμη σε αυτή την παράξενη (να το πω κομψά) εποχή. Σε μια άλλη χώρα, όχι πολύ διαφορετική από τη δική μας, το Ιταλικό Υπουργείο Πολιτισμού ανέλαβε το ίδιο καμπάνια ευαισθητοποίησης του κοινού ενάντια στην αρχαιοκαπηλία, παρουσιάζοντας σημαντικά αγάλματα από Μουσεία της Ιταλίας με κάποια μέλη τους να έχουν εξαφανιστεί (παραποίηση αρχαιοτήτων και ασέβεια στα μνημεία, άραγε;). Ακόμη και στη δική μας χώρα, η εξαίρετη περιοδική έκθεση «Αρχαιοκαπηλία ΤΕΛΟΣ» που παρουσιάζεται και αυτές τις μέρες στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, δεν διστάζει να δείξει αγάλματα με καλυμμένα μάτια, ή μέσα σε σακιά, δείχνοντας τη βία που συνιστά η αρχαιοκαπηλία (ευτυχώς πήρε έγκριση από το Κεντρικό Συμβούλιο Μουσείων, χωρίς να θεωρηθεί σοκαριστική).
Αν δεν θεωρήσουμε λοιπόν ότι άνθρωποι εγγράμματοι δεν γνωρίζουν την έννοια της καλλιτεχνικής σύμβασης ή του συμβολισμού, τι μένει; Η «κατηγορία» ότι το τηλεοπτικό μήνυμα του ΣΕΑ ήταν «πολιτικό» -και ως γνωστόν δεν επιτρέπεται να μπλέκονται οι αρχαιότητες με πολιτικά παιχνίδια (εξαιρούνται οι εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες μάλλον). Ωχ, μας πιάσανε! Πράγματι, το μήνυμα ήταν πολιτικό: Χωρίς παρελθόν δεν υπάρχει μέλλον. Όχι κομματικό, όχι συνδικαλιστικό, αλλά βαθιά πολιτικό. Γιατί είναι όντως πολιτικό θέμα το αν προστατεύεις και πώς την πολιτιστική κληρονομιά, το αν θεωρείς ότι η κοινωνία είναι κοινωνός αυτής της προστασίας, ή το αν κλείνεσαι στο καβούκι σου, διεκπεραιώνεις τα έγγραφα που σου ζητάνε για αν είσαι «παραγωγικός» υπάλληλος και δεν ανακατεύεσαι εκεί που δεν σε σπέρνουνε, περιμένοντας ότι όσο πιο λίγο ενοχλείς τόσο λιγότερο θα σε ενοχλήσουν. Είναι πολιτικό θέμα εντέλει, αν έχεις άποψη για το αντικείμενο της εργασίας σου όντας δημόσιος υπάλληλος, αν πιστεύεις ότι η παραγω γή πολιτισμού σε αυτή τη χώρα δεν είναι κάτι που τέλειωσε το 1830, αν πιστεύεις (και το κάνεις πράξη) ότι ο πολιτισμός χρειάζεται στην ολότητά του πνοή και ορμή και μπορεί να αλλάξει την κοινωνία, την οικονομία, τον κόσμο ολόκληρο. Πράγματι, πρόκειται για μια βαθιά πολιτική διαφωνία. Κι αυτή είναι που ενοχλεί.
Και μια βαθιά υποκρισία, όμως. Για όλους αυτούς που κατηγορούν όποιον έχει αιτήματα που αφορούν το μισθό του ως «συνδικαλιστική συντεχνία», όταν όμως ένας Σύλλογος πάει να μιλήσει για το περιεχόμενο της δουλειάς του, τότε του το απαγορεύουν. Γιατί αυτό, είναι ακόμη πιο επικίνδυνο. Γιατί αν μαθευτεί ότι τα αρχαία κινδυνεύουν (από το σποτ του ΣΕΑ θα μαθευτεί, γιατί δεν το ‘μαθε ο κόσμος όλος όταν κλέψανε την Πινακοθήκη μες στη μέση της Αθήνας…), πώς θα προχωρήσουμε στις επόμενες εφεδρείες, απολύσεις, εξωθήσεις; Οι αρχαιολόγοι είναι «καλοί» όταν μπορούν να γίνονται εύκολος στόχος: οι κολλημένοι, οι άρρωστοι, οι παρωχημένοι, που βάζουν εμπόδια στην «ανάπτυξη» του τόπου (λέγε με: τσιμέντο να γίνει και το φυσικό και το πολιτιστικό περιβάλλον). Τότε, όποτε θέλουμε τους βγάζουμε μπροστά (άμα χρειάζεται μια εργολαβία να καθυστερήσει τάχα μου για να ζητήσει παραπάνω λεφτά από το δημόσιο: φταίνε οι αρχαιολόγοι) κι όταν δεν χρειάζεται τους κάνουμε πέρα (όταν εγκαθιστούμε ξενοδοχεία, λιμάνια, δρόμους, ανεμογεννήτριες, Ολυμπιακά έργα μέσα ή δίπλα σε αρχαιολογικούς χώρους, τότε είναι περιττοί). Ποιος ο λόγος λοιπόν να χαλάσουμε στην κοινωνία την εικόνα των «χρήσιμων ηλίθιων» που έχουμε εντέχνως καλλιεργήσει επί χρόνια;
Δεν αξίζει, παρά μόνο για την ιστορία, να αναφερθούμε σε παρατηρήσεις περί εικόνων άσκησης βίας σε παιδιά και της σχετικής νομοθεσίας, μιας και το αρμόδιο ΕΣΡ είχε ήδη εγκρίνει το σποτ από τη σκοπιά της νομοθεσίας αυτής (όπως έχει εγκρίνει και πολύ πιο «βίαια» σποτ της UNICEF, της Διεθνούς Αμνηστίας κ.λπ.) και είχε κατανοήσει το νόημά του, αφού έδινε άδεια να προβληθεί δωρεάν ως τηλεοπτικό μήνυμα που «ευαισθητοποιεί την κοινή γνώμη για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς». Όπου όμως δεν φτάνει η λογοκρισία του ΕΣΡ, φτάνει η υποκρισία του ΚΑΣ…
Κα Πρόεδρε του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, κάντε κάτι καλό για το κύρος του Συμβουλίου. Τουλάχιστον γράψτε στην αιτιολογία απόρριψης στου σποτ το ότι «εμπεριέχει πολιτικό μήνυμα». Έτσι τουλάχιστον θα γλιτώσετε τα παρόντα μέλη του ΚΑΣ από το να πρέπει να υπερασπιστούν την έλλειψη καλλιτεχνικής παιδείας που επιμελώς εμφάνισαν για τις ανάγκες αυτής της απόφασης.
Ζητώ δημόσια συγνώμη από όλους τους συντελεστές του σποτ, επαγγελματίες και ερασιτέχνες, μέλη και φίλους του ΣΕΑ, που δούλεψαν αφιλοκερδώς και με όλη τους την καρδιά για να δημιουργηθεί ένα τόσο άρτιο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα χωρίς λεφτά και χωρίς ανταλλάγματα. Για τη χαρά της δουλειάς και γιατί πίστεψαν ότι με αυτόν τον τρόπο βοηθούσαν σε έναν κοινό σκοπό. Κοινό για ποιους; αναρωτιέμαι πλέον…

Δέσποινα Κουτσούμπα

μέλος του ΣΕΑ και Πρόεδρος του ΔΣ

ΥΓ. Όλα τα παραπάνω απηχούν προσωπικές απόψεις (γι΄ αυτό άλλωστε και είναι ενυπόγραφα) και όχι τις απόψεις κάθε μέλους του ΔΣ του Συλλόγου, μέλη που και εγγράμματα είναι και τις απόψεις τους μπορούν να διακινήσουν προφορικά ή γραπτά. Άλλωστε, πάντα τα πρακτικά του ΔΣ είναι στη διάθεση όλων των μελών, για όποιον έχει διάθεση κάποια στιγμή να πάει πέρα από τα κουτσομπολιά των διαδρόμων, που σε αυτό το Υπουργείο αποτελούν ενδημικό φαινόμενο. Άλλωστε, όσο και τα λοιπά μέλη ΔΣ και αναπληρωματικά μέλη ΔΣ του ΣΕΑ εκφράζουν καθαρά προσωπικές απόψεις στο ΚΑΣ, γράφοντας εις τα παλαιότερα των υποδημάτων τους πλειοψηφικές αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης και του Διοικητικού Συμβουλίου, τόσο δεν μπορεί να υπάρξει καμιά «προληπτική λογοκρισία» στις προσωπικές απόψεις και στάσεις, όταν δηλώνονται ως τέτοιες.
 
 
Τίποτα παραπάνω από αυτό.  
Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012 0 σχόλια

Margin Call (2011)

Οι Συντηρητικοί στην Αμερική έθαψαν αυτήν την, σχετικά άγνωστη στο ευρύ κοινό, ταινία του επίσης άγνωστου J.C. Chandor, βάζοντας την στον ''πίνακα με τα παραδείγματα'' ταινιών που συμβολίζουν την ''ηγεμονία'' προοδευτικών και φιλελεύθερων στον αμερικάνικο κινηματογράφο. Πέραν της αστειότητας του επιχειρήματος (η ηγεμονία παραμένει βαθύτατα συντηρητική) και παραβλέποντας για την ώρα ότι σε κάθε περίπτωση (συντηρητική ή φιλελεύθερη) το αποτέλεσμα είναι προβληματικό στις ιδέες και την εφαρμογή των μέσων, η ταινία αυτή έχει πράγματι μια πρόθεση να αναμετρηθεί με αναβαθμισμένο περιεχόμενο (η ''γέννηση'' της σύγχρονης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης) και αρκετές δυσκολίες: 

1. Πως μετατρέπεις μια γεμάτη οικονομικούς όρους ενδοεταιρική ενδοσκόπηση σε θρίλερ;
2. Πως μπορείς να χωρέσεις όλο το φάσμα των ερωτημάτων ενός τέτοιου θέματος σε μια ταινία για μια νύχτα σε μια εταιρία που ετοιμάζεται να ξεπουλήσει για να ''σωθεί'' από το επερχόμενο κραχ;
3. Πως βάζεις την Demi Moore δίπλα σε ηθοποιούς όπως ο Jeremy Irons, o Kevin Spacey και ο Stanley Tucci χωρίς να φαίνεται αστεία;

Πιο σημαντικό από όλα: Τι ακριβώς θες να πεις;

Ξεκινώντας ανάποδα, η ταινία είναι φανερό ότι θέλει να καταλήξει σε δυο, γνωστές, θέσεις: Αφενός, οι αδίστακτοι και αδήφαγοι μεγαλοκαρχαρίες επενδυτές είναι υπαίτιοι για την κρίση. Αφετέρου, υπάρχουν και ''μεσαίοι'' καρχαρίες που έχουν συνείδηση φυτοφάγου καρχαρία και όχι μόνο παραμένουν άνθρωποι, αλλά το είχαν ''δει'' να έρχεται και τους παρέκαμψαν.  Είναι τελικά μια βαθιά συστημική ταινία, που αποφεύγει οποιαδήποτε καυτή πατάτα (καπιταλισμός) και ασχολείται με τον εξανθρωπισμό της εταιρικής ιεραρχίας μέσα από μερικές πολύ καλές και άλλες οριακά κακές ιδέες. Ωστόσο, αν κάτι πετυχαίνει, θελημένα ή άθελα, είναι η ειρωνία και η σκιαγράφηση ενός μωσαικού χαρακτήρων μέσα από αντισυστημικές πινελιές και απομυθοποιήσεις. Και πέρα από αυτό, να αποτελεί, παρά το αντικινηματογραφικό του θέμα, ένα σφιχτοδεμένο και στακάτο έργο που αναβαθμίζεται και από μια ομάδα εξαιρετικών ηθοποιών (Stanley Tucci και Paul Bettany οι καλύτεροι όλων) και έχει μερικές πραγματικά έξυπνες σκηνές και ιδέες.

Η πρώτη και βασική, ιδέα, είναι το προχώρημα στην ιεραρχία και τους χαρακτήρες ως μια συνεχής εναλλαγή ρόλων στην εταιρική τροφική αλυσίδα: Από το αφεντικό 10 ανθρώπων  (Paul Bettany) περνάμε στο ''αφεντικό του ορόφου'' (Kevin Spacey), από εκεί στα αφεντικά του κτιρίου (Simon Baker, Demi Moore) και από εκεί στο αφεντικό όλων των κτιρίων (Jeremy Irons) καθώς όλοι μαζεύονται σιγά σιγά για να αντιμετωπίσουν την εταιρική κρίση που αποκαλύπτει ένας υπάλληλος (Quinto, γνωστός και ως Sylar) χάρη στην τελευταία προτροπή ενός άρτι απολυθέντος συντονιστή 5 ανθρώπων (Stanley Tucci). Μαζί με αυτό το προχώρημα, προχωράει και η προσπάθεια εύρεσης του ''αρχικαθικιού'' και του πιο αδίστακτου. Κάθε φορά που θεωρείς ότι ο τάδε είναι και πολύ κόπανος, όταν έρχεται το μεγαλύτερο ψάρι αυτόματα καταλαβαίνεις ότι είναι ηθικό πρότυπο. Enter irony.

Η πρώτη σκηνή είναι χαρακτηριστική: Μια ομάδα αυστηρών γυναικών μπαίνει στον όροφο και αρχίζει να καλεί, random, εργαζόμενους και να τους ανακοινώνει την απόλυσή τους. Όλοι προσπαθούν να περάσουν απαρατήρητοι ύστερα από προτροπή του αφεντικού: ''Κοιτάχτε τη δουλειά σας''. Ένας συμπαθής μεσήλικας (Tucci) χαζεύει στον υπολογιστή του- δουλεύει στην εταιρία 19 χρόνια με συνέπεια, και μέσα σε 10 λεπτά βρίσκεται να συνοδεύεται από προσωπικό ασφαλείας σαν κλέφτης έξω από το κτίριο. Αφήνει σε έναν υπάληλλό του (Quinto) ένα φλασάκι και του λέει να το ψαχουλέψει και να προσέχει (είναι η εικόνα της καταστροφής που έρχεται, την οποία δεν πρόλαβε να δει ο ίδιος γιατί τον απολύσανε). Σύντομα, έχει μείνει το 20% στον όροφο, και ο αρχιγιάπης (Bettany) πάει στο αφεντικό (Spacey) να του πει ότι όλα τελειώσαν. Και να. Το αφεντικό είναι θλιμμένο. Είναι βουρκωμένος. Δεν μπορεί να μιλήσει καθαρά. Και λες: Να. Τουλάχιστον απολύουν με τόσο σκληρό τρόπο, αλλά δεν αισθάνονται καλά. Στέλνουν κάτι ξισπασμένες, παγερές σαν ρομπότ γυναίκες να διώξουν εργαζόμενους για 20 χρόνια αντί να πάνε οι ίδιοι, αλλά τουλάχιστον έχουν ενοχές και συνείδηση.

''Απολύεσαι, αλλά νιώθω λίγο άσχημα''
Και όμως. Ο Kevin Spacey, την ώρα που απολύεται με στυγνή κυνικότητα το 80% των υφιστάμενών του, κλαίει για το σκυλί του, που έχει καρκίνο. Ύστερα, σκουπίζει τα δάκρυά του, βγαίνει στους εναπομείναντες υπαλλήλους του και βγάζει ένα pep-talk για να κάνει ένα ακτίφ σε όσους έμειναν. Με τον Stanley Tucci μπορεί να γνωρίζονται 20 χρόνια, μπορεί να έχουν πάει και διακοπές μαζί, αλλά δεν τον νοιάζει καθόλου. Μπορεί, όπως αποδυκνείεται, το σκυλί να είναι ένα σεναριακό εύρημα για να μας δείξει στην πορεία της ταινίας τον άνθρωπο Kevin Spacey, μπορεί τελικά ο ρόλος αυτός να είναι ο ''ηθικός φάρος'' σε σχέση με τους μεγαλοκαρχαρίες, αλλά ειρωνικά, η σκηνή αυτή δείχνει στον υποτιθέμενο ανθρωπισμό της, την μεγαλύτερη απανθρωπιά του κεφαλαίου και του καριερισμού. Την ίδια στιγμή, εκεί που θέλει να δείξει απανθρωπιά (στο πως γίνεται η απόλυση) πάλι ειρωνικά, εξιδανικεύει μια διαδικασία που στην πραγματικότητα, είναι ακόμα πιο σκληρή και απάνθρωπη.

Κάπου εκεί ξεκινάει η μεγάλη νύχτα (αφού ο υπάλληλος βλέπει την επερχόμενη καταστροφή) και σε λίγο ο Kevin Spacey είναι ο πιο αγαπητός ήρωας. Που επίσης στο τέλος θα συναινέσει (για τα λεφτά) στο σχέδιο του αφεντικού να ξεπουλήσουν, και θα καταλήξει να θάβει τον σκύλο του σε ένα σπίτι που δεν του ανήκει πια (της πρώην γυναίκας του), σε έναν έξυπνο αλλά χλιαρό συμβολισμό.

Στο μεταξύ μεσολαβούν διάφορες ακόμα πετυχημένες σκηνές: Ο Paul Bettany, εν αναμονή του μεγάλου αφεντικού, εξηγεί πως κατάφερε να ξοδέψει 2,5 εκ. δολλάρια σε ένα χρόνο. Το αυτοκίνητο, τα κοστούμια, τα δώρα, το φαγητό απ'έξω, οι πουτάνες και οι στρίπερ, τελικά βγαίνουν και περισσέυουν μόλις μερικές χιλιάδες για τσιγάρα. Η ζωή του μεγαλογιάπη σε αποδείξεις, αλλά με μια τέτοια κυνικότητα και απόσταση που φαντάζει εντελώς κούφια και ανευ νοήματος πλουσιοπάροχη μοναξιά: Είτε το σενάριο είτε ο ίδιος ο ηθοποιός, όπως και να το έστησε έτσι, ήταν καλό. Λίγο αργότερα, ο ''μαζί τα φάγαμε'' λόγος του δείχνει την δική του ρηχότητα, αλλά και την νοητική ανεπάρκεια του Πάγκαλου στο να πει ακόμα και τις ακραίες νεοφιλελεύθερες αρλούμπες με ωραίο τρόπο.

Ο Jeremy Irons διεκδικεί τον τίτλο του μεγαλύτερου καθικιού από όλους: Για να επιβιώσει, αποφασίζει το ξεπούλημα των τίτλων (''τοξικών'' τίτλων) της εταιρίας (ή τράπεζας, δεν αποσαφηνίζεται ποτέ), δηλώνει ότι έχει μυριστεί καιρό, η κερδοσκοπική μύτη του, το αναπόδραστο κραχ (για να δικαιολογήσει το γεγονός ότι το ψιλοδημιουργεί με την επιλογή του) και βγάζει διάφορους λόγους καθ'όλη την διάρκεια, εντελώς κούφιους. Ο φίλος του υπαλλήλου (Penn Badgley) περνάει όλη την ταινία ρωτώντας για τον τάδε και τον δείνα πόσα λεφτά βγαζουν το χρόνο και όταν βλέπει την επερχόμενη απόλυσή του προσγειώνεται από το συνεφάκι του καριερισμού στην δική του κενότητα. Que σε μια ωραία σκηνή που συναντά στην τουαλέτα τον ενδιάμεσο ''αρχηγό ορόφου'' (Simon Baker) και του μιλάει για την απόλυσή του, ψιλοκλαίγοντας. Ο Baker συνεχίζει να ξυρίζεται σχολαστικά, εντελώς αδιάφορος, και ενώ για κάποιο λόγο η ένταση κλιμακώνεται, δεν λέει απολύτως τίποτα. Ακόμα και μια απαξίωση του τύπου ''εισαι μικρός ακόμα'' ή ''δεν είσαι αρκετά καλός ακόμα'' θα ήταν κάποια λύτρωση. Αντιθέτως, ο μικρός του λέει ότι ''αυτό μου αρέσει να κάνω'' και ο μεγάλος (όχι τόσο, 5 χρόνια διαφορά) του λέει ''Αλήθεια;'', και τίποτα άλλο. Στην ειρωνία της, είναι μια δυνατή σκηνή. Η ταινία κορυφώνεται σε μια ανευ δράσης σεκάνς, που ακούγεται η φωνή του Paul Bettany ανάμεσα σε διάφορα πλάνα της Wall Street και της Νέας Υόρκης. Πουλάει, και το κάνει καλά, από τις 9:00 μέχρι τις 15:00, όπου πλέον πουλάει με απώλειες της τάξης των 100 εκ. για κάθε πώληση. Ο Jeremy Irons μαζεύει το ζεστό χρήμα, μοιράζει κάτι στους αξιωματικούς του και ο Kevin Spacey θάβει το σκύλο του.

ποιος καπιταλισμός;
Ο κάτι-σαν-πρωταγωνιστής Quinto κερδίζει και την δική του επιβίωση σαν υπάλληλος, αλλά σε έναν νέο κόσμο, τον οποίο κανείς δεν ξέρει ακόμα: Ο Spacey αναρωτιέται αν αυτό ήταν ένα άγαρμπο ξύπνημα ή ένα πολύ, πολύ καθυστερημένο ξύπνημα. Φτηνές εξομολογήσεις ενοχής του κεφαλαίου που δεν ''χειρίστηκε'' καλά την λαιμαργία του και στροφή της ταινίας στον συστημικό λόγο εκ νέου: Χωρίς τον Jeremy Irons, δεν θα είχαμε κρίση τώρα.


Κατά τα άλλα, η προσπάθεια της ταινίας να κάνει τους οικονομικούς όρους μαζικούς αποτυγχάνει: Όλοι στην ιεραρχία (από τον Paul Bettany μέχρι τον Jeremy Irons) ρωτάνε και ξαναρωτάνε τον Quinto να τους το πει με απλά λόγια. Κάθε φορά αυτός χρησιμοποιεί την απλή version που είπε στον προηγούμενο, αλλά ο μεγαλύτερος τα θέλει ακόμα πιο απλά. Ο Irons τον προτρέπει να του μιλήσει σαν να μιλούσε στον σκύλο του. Τώρα, είτε η  ταινία θέλει να μας πει ότι είμαστε σκύλοι μπροστά σε οικονομικούς όρους, είτε θέλει να μας πει ότι όσο ανεβαίνει κανείς στην ιεραρχία τόσο πιο χαμηλό IQ έχει. Άχρηστο. Όπως και η Demi Moore, ακόμα και όταν γίνεται εντελώς άδικα η αποδιοπομπαία κατσίκα για την κατάρρευση. Αναρωτίεσαι απλώς γιατί δεν τρώει και ένα χαστούκι (αν το έχει κάνει επίτηδες, τότε είναι καλή ηθοποιός) καθώς αναδεύει έναν έντονο αντι-φεμινισμό της σκληρής καριερίστας (ειδικά σε αυτό: Αν ο χαρακτήρας της ήταν μια κριτική στον φαλλοκρατικό εταιρικό κόσμο, τότε ο ρόλος της, περισσότερο από την ίδια, έχει το ακριβώς ανάποδο αποτέλεσμα: Σου λέει ότι οι γυναίκες οφείλουν να διεκδικήσουν το δικαίωμα στην καριέρα, ως πρότυπο φεμινισμού, μόνο και μόνο για να αποτύχουν και στην πορεία να έχουν αποδειχτεί πιο σκληρές και από άντρες, που τουλάχιστον αγαπάνε τα σκυλάκια τους. Έλεος).
of mice and Men

Ότι πάει να χτίσει μέσα από την ειρωνία στην σκιαγράφηση των χαρακτήρων, η ταινία το γκρεμίζει μέσα από συμβάσεις και διάφορες περιττές φιλοσοφίες, αλλά ως τέτοια κρατιέται από την έντονη παρουσία των ηθοποιών και ύστερα το ξαναχάνει βάζοντάς τους απλά να δείχνουν τις ερμηνευτικές τους ικανότητες σε πολλές φορές αδιάφορους διαλόγους. Ύστερα το κουκουλώνει όλο πραγματευόμενη ένα δυνατό θέμα, αλλά ξεσκεπάζεται από το γεγονός ότι, στο τέλος της ημέρας, δεν έχει κάτι ιδιαίτερο να πει πέρα από το να κατηγορήσει, ευθέως, την ''κακή'' πλευρά του κεφαλαίου για να αναθεματίσει, την ίδια στιγμή, την στωικότητα της ''καλής'' πλευράς που αγαπάει τα κατοικίδιά της και κάνει τα ίδια αλλά με ηθικούς δισταγμούς. Κατ'εμέ ωστόσο, ο Kevin Spacey και ότι συμβολίζει είναι η ακόμα πιο ''κακή'' πλευρά. Ο Jeremy Irons δεν έχει καμία αυταπάτη για τον ρόλο του ως ταξικός εχθρός, δεν έχει καμία αυταπάτη για το πως ''πρέπει να δουλεύουν τα πράγματα'', δεν ακτιφάρει με ψέμματα και ψυχολογικά τεχνάσματα αλλά με λεφτά, δεν ενδιαφέρεται για την ηθική ισορροπία των πραγμάτων αλλά για το πως να βγάλει λεφτά. Αν, σε μια αναγωγή, ο Jeremy Irons είναι ο καπιταλισμός όπως θα τον έλεγες σε ένα σκυλί, τότε η ταινία πετυχαίνει διάνα: Εκεί που αστοχεί είναι στην προσπάθεια να πείσει ότι ο Kevin Spacey, υπό άλλες προυποθέσεις, μπορεί και να έσωζε την κατάσταση.

Τρίτη 21 Αυγούστου 2012 0 σχόλια

Υπερτιμημένα πράγματα #2: Forrest Gump

Ότι και αν υποστηρίζει ο Η.Κ., τα Όσκαρ είναι υπερτιμημένα. Η κορυφαία κινηματογραφική βράβευση (με όρους εμπορικότητας και πρεστίζ, όχι απαραίτητα καλλιτεχνικής αισθητικής) άλλωστε προκύπτει από ένα σύνολο αρκετά συντηρητικών και σε πολλές περιπτώσεις, ξεπερασμένων κριτικών. Ακόμα και έτσι, υπάρχει σειρά ''εκγλημάτων'' που έχουν λάβει χώρα στα Όσκαρ, με κορυφαίο ίσως παράδειγμα την μάχη ανάμεσα στο Ρόκυ και τον Ταξιτζή του Σκορτσέζε, ή αλλιώς, την μάχη ανάμεσα στο American Dream και το American Nightmare, με νικητή φυσικά τον ανίκανο να αρθρώσει δυο λέξεις στη σειρά Σταλόνε (που παρεπιμπτόντως, όταν αποφάσισε να μην πάρει τον εαυτό του στα σοβαρά, έφτιαξε καθαρόαιμη διασκέδαση με τους Αναλώσιμους). Ή για παράδειγμα την βράβευση του ανεκδιήγητου Crash το 2005, έναντι ταινιών όπως το Καληνύχτα και Καλή Τύχη (υποτιμημένο), το Brokeback Mountain (υπερτιμημένο αλλά σαφώς καλύτερο) ή ακόμα και το Μόναχο και το Τρούμαν Καπότε. Η λίστα είναι μεγάλη εδώ και δεν έχει νόημα, αλλά λίγο άχτι δεν βλάπτει: Ο ερωτευμένος Σέξπιρ κέρδισε την Λεπτή Κόκκινη Γραμμή. Ο Μπενίνι κέρδισε τον Νόρτον στα Μαθήματα Αμερικάνικης Ιστορίας. Ένας Μπέντον (Κράμερ εναντίον Κράμερ) κέρδισε τον Κόπολα (Αποκάλυψη Τώρα). Μπορώ να συνεχίσω με ότι μου έρχεται, αλλά στην πραγματικότητα το θέμα είναι αλλού: Ακόμα και αυτές οι αδικίες να μην γινόντουσαν, και πάλι θα υπήρχαν αδικίες απέναντι στις ταινίες που δεν φτάνουν καν στην 5αδα των υποψηφιοτήτων- εκεί μπορεί να δει κανείς πολύ περισσότερο την στασιμότητα του θεσμού στο να αναδυκνείει το ριζοσπαστικό σε μορφή και περιεχόμενο.
   
 (Βέβαια, εδώ θέλει μια σημείωση- η αλήθεια είναι ότι το ριζοσπαστικό στην μορφή το επιβραβεύει. Για παράδειγμα το Avatar (υπερτιμημένο) αναγνωρίστηκε, εμπορικά και τεχνικά, δίνοντας ωστόσο μια νεα πραγματικότητα για την κινηματογραφική βιομηχανία σήμερα: Αλματώδης ανάπτυξη τεχνικών δυνατοτήτων--ένδεια στην παραγωγή μιας νέας μυθολογίας και περιεχομένου ικανού να την εκμεταλλευτεί. Ένα καλό παράδειγμα είναι και ο Προμηθέας του Σκοτ, και ας διαφωνεί ο φίλος Ν.Β.. Άλλη μεγάλη κουβέντα, κλείνει η παρένθεση.) 

O Forrest Gump άρχισε να τρέχει το 1994, και κατέληξε να πάρει Όσκαρ, να βραβευτεί από κάθε φεστιβάλ του κόσμου και να πολλαπλασιάσει το κόστος παραγωγής του. Κυρίως όμως, να αναγορευτεί ως μια από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Εκεί, δυστυχώς, αρχίζει και φαίνεται η επίδραση της βιομηχανίας πάνω στις προτιμήσεις και το κριτήριο του θεατή. Ο συμπαθής Φόρεστ είναι ο ορισμός της ''ευχάριστης ταινίας'', από αυτές που πετυχαίνει κανείς στην τηλεόραση και καταλήγει να την βλέπει για όλες τις υπερφορτωμένες 2 1/2 ώρες της. Είναι καλοφτιαγμένη στα όρια της παράνοιας (για τα εξωτερικά πλάνα έγινε χρήση δορυφόρου για τον σωστό φωτισμό), παράγει γέλιο και συγκίνηση, έχει έναν αβανταδόρικο ρόλο τον οποίο χειρίζεται πράγματι με μαεστρία ο Τομ Χανκς, έχει εκπληκτικά ειδικά εφέ (και αποστομώνει όσους θεωρούν ότι όπου ''ειδικά εφέ''=''σκηνές δράσης και μπουμ μπουμ'') και (υποτίθεται ότι) αποτελεί ένα άλμπουμ ήχων και εικόνας για την σύγχρονη αμερικάνικη ιστορία. Σε όλα αυτά, μέσα. Σε τελική ανάλυση όμως, ο Φόρεστ είναι μια ταινία που δεν έχει τίποτα, απολύτως τίποτα να πει για όσα θέματα καταπιάνεται. Εξηγούμαι σε λίγο: 

Το 1994 ήταν μια χρονιά με αρκετά ενδιαφέρουσες ταινίες, χωρίς καμία ωστόσο να ''αλλάξει'' κάπως τα δεδομένα. Η πιο τολμηρή, αλλά πάντα εντός των κανόνων και των τάσεων, ήταν η στιλιζαρισμένη και βγαλμένη από τα καλλιτεχνικά κατακάθια της αμερικάνικης ποπ κουλτούρας βια του Pulp Fiction. Υπήρξε όμως και η επίσης στιλιζαρισμένη αλλά περιέργως ρεαλιστική βία του Natural Born Killers (που θα μας απασχολήσει σε επόμενο κείμενο). Υπήρξε η υπερτιμημένη συγκίνηση της Τελευταίας Εξόδου, η cult και και γραφική φιγούρα του Ζαν Ρενό ως Leon, το κλάμα για το ''Μπαμπά, Ξύπνα'', το κακό στα όρια της λατρείας Street Fighter με την Kylie και το κρεσέντο του Τζιμ (Ace Ventura, Stanley Ipkis, Dumper). Υπήρξαν όμως και ταινίες που επισκιάστηκαν αδίκως χωρίς να τους αξίζει: Ο Depp ως Ed Wood, το Κοράκι, η Συνέντευξη με ένα Βρικόλακα και το Clerks. Θα πρότεινα ωστόσο, αφού πιάσαμε το 1994 για να φανεί πόσο λίγη ταινία είναι ο Φόρεστ συγκριτικά με άλλες της χρονιάς του, να δει κανείς τα εξής: Τις σφαίρες πάνω από το Μπρόντγουει (γιατί ο Woody είναι Woody), το παραγνωρισμένο και αδίκως υποτιμημένο νοσηρό ''Μικρά Εκγλήματα μεταξύ φίλων'', το Κόκκινο του Κισλόφσκι (είναι το 3ο της τριλογίας ωστόσο!), την πιο αδικημένη ταινία των αδερφών Κοέν που στα ελληνικά ονομάστηκε ...''ο κύριος Χούλα-Χουπ'' και για πιο βαριές καταστάσεις, τον υπνωτικό Μπέλα Ταρ στο Satantango και το Chungking Express. 

Προς τι λοιπόν η λίστα με τις ταινίες του 1994; Πολύ απλά γιατί προσωπικά, μου άρεσαν όλες αυτές πολύ περισσότερο από το Φόρεστ Γκαμπ. Αλλά πέρα από την σύγκρισή του με άλλα έργα, αυτό το κολλάζ μουσικής περιοδολόγησης από το '60 στο '80 με κέντρο ένα χαζό τύπο που τρέχει, είναι μια ταινία εξαιρετικά φαντεζί στην όψη αλλά κενή περιεχομένου. Ή όπως θα έλεγε και ο ίδιος, να έχεις ένα κουτί με σοκολατάκια και μέσα να μην έχει τίποτα. 

Πρώτον, όπως ανέφερα, δεν έχει τίποτα να πει για τα ζητήματα που θίγει. Το γεγονός ότι ο Φόρεστ είναι λίγο καθυστερημένος, φαντάζει περισσότερο ως ένα εύρημα για να χώνεται σε διάφορες γωνιές της Αμερικάνικης Ιστορίας παρά ως ένα κάποιο σχόλιο- από ένα σημείο και μετά φαντάζει περισσότερο ως ένας μεγάλος που παλιμπαιδίζει παρά ως ένας πραγματικός καθυστερημένος. (Για μια πολύ πιο ρεαλιστική προσέγγιση στην οπτική γωνία των ανθρώπων με καθυστέρηση, συνιστώ το βιβλιαράκι ''Ποιος σκότωσε το σκύλο τα μεσάνυχτα''). Ακόμα και το μεγάλο ατού της ταινίας, οι Ιστορικές στιγμές, παρά την εξαιρετική επιμέλεια που έχουν σε ρούχα και μουσικές, είναι ένα απλό και χωρίς κάποια σύνδεση κολλάζ εικόνων για τις οποίες ούτε ο Φόρεστ ούτε ο σκηνοθέτης έχει κάτι ιδιαίτερο να πει. Ο Φόρεστ ξεσκεπάζει το σκάνδαλο Watergate, μετά πηγαίνει στην Κίνα και παίζει πινγκ-πονγκ μπροστά σε πόστερ του Μάο, μετά είναι στο Βιετνάμ, μετά μιλάει σε συλλαλητήριο των Χίπις, μετά παρακολουθεί τους πρώτους μαύρους σε κολλέγιο του νότου, μετά τρέχει χωρίς λόγο, μετά εφευρίσκει το σλόγκαν shit happens. Τα έγραψα με άλλη σειρά, αλλά δεν παίζει κανέναν απολύτως ρόλο: Όλη η ταινία είναι συρραμένα ανέκδοτα διαφόρων ειδών και εποχών χωρίς κάποιο ιστό ή κάποια εξέλιξη του ήρωα. Μερικά από αυτά μάλιστα είναι εντελώς άσχετα και αχρείαστα (όπως και η υποθετική δημιουργία αυτού του τραγουδιού). Το πραγματικό γαμώτο της υπόθεσης είναι ότι με τα μέσα που είχε ο Zemeckis και τις δυνατότητες του σεναρίου, η ίδια ακριβώς ταινία θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει ένα δυνατό και ισχυρό σχόλιο πάνω στην άλλη αμερική, απογυμνώνοντας τις αντιφάσεις ενός λαού μέσα από την απλοική ματιά του Φόρεστ.

Όταν αποφασίζει να πει κάτι, ωστόσο, τα κάνει σκατά. Το μόνο πολιτικό σχόλιο της ταινίας (που πραγματεύεται την πολιτική ζωή μιας χώρας για τρεις δεκαετίες) είναι να παρουσιάσει τους χίπιδες ως ναρκομανείς πασιφιστές που ζητοκραυγάζουν όταν ακούγεται η λέξη fuck, την καθοδήγηση του κινήματος ως φαλλοκράτες και μισογύνηδες μισανθρώπους και τους Μαυρους Πάνθηρες ως φανατισμένους αγκιτάτορες με ανάλογη του Φόρεστ καθυστέρηση. Αυτές οι σχηματοποιήσεις μάλιστα χαρακτηρίζουν όλα τα (είναι και πολλά) κοινωνικά ζητήματα που πιάνει η πορεία του Φόρεστ (κακοποίηση, ρατσισμός, τραυματισμένοι βετεράνοι, ναρκωτικά, AIDS) και η μόνη ίσως αυτοσαρκαστική και σουρεαλιστική πινελιά είναι το ''νόημα'' που βρίσκει ένα κομμάτι της Αμερικής μετά το καταλάγιασμα της σκόνης των '60s με το τρέξιμο του Φόρεστ από την μια άκρη της Αμερικής στην άλλη. Ίσως και το γεγονός της παραδοχής του ότι η πιο ταιριαστή για την διανοητική του καθυστέρηση περιόδος ήταν αυτή στο στρατό. Αποτέλεσμα; Μια ακατάσχετη φλυαρία για να κρύψει ένα σενάριο που δεν έχει κανένα άσο στο μανίκι. Η τελική αίσθηση είναι μια ''ειδησεογραφική''  Ιστορία, με κάτι χαχόλους που θέλουν ενίοτε να πάνε κόντρα αλλά πεθαίνουν από καταχρήσεις και AIDS (και μάλλον έχουν παιδικά τραύματα για να γίνουν ειρηνιστές) όπου ένας καθυστερημένος και ένας σακάτης βετεράνος του Βιετνάμ μπορούν να γίνουν εκατομυριούχοι ψαρεύοντας γαρίδα (μετά από ένα τυφώνα και επειδή crisis is an opportunity).

Χίλιες φορές, οι περιπέτειες του Βαρόνου Μινχάουζεν. Ακόμα και στο σημείο που η Ούμα Θέρμαν βγαίνει από το στρείδι της σαν Αφροδίτη, είναι πιο αληθοφανές από την ιστορία του Φόρεστ.

OVERRATED LVL: 9. Και επειδή από μόνη της η ταινία δεν λέει σχεδόν τίποτα, αλλά και επειδή εκείνη την χρονιά διακρίθηκε έναντι ενός πλούσιου καταλόγου αξιόλογων έως πολύ καλών ταινιών. Τέλος, επειδή πήρε και Όσκαρ, ενώ θα έπρεπε το Pulp Fiction να σηματοδοτήσει μια ριζοσπαστική στροφή κόντρα στον ακαδημαισμό. 


Τρίτη 7 Αυγούστου 2012 0 σχόλια

mr. highway band


Προσωπικά είχα την τύχη να τους ακούσω πρώτη φορά (απ'ότι κατάλαβα, αρκετά καθυστερημένα) στο Camping του Τομέα Νεολαίας της Αριστερής Ανασύνθεσης στο Γιαννιτσοχώρι. Εντάξει, ότι έπιασαν, από Johnny Cash μέχρι και Rolling Stones, το έπιασαν με άνεση, δικό τους χρώμα, και ακόμα και τα δικά τους τραγούδια έμοιαζαν λες και είναι κάποια άλλη διασκευή που απλά δεν σου 'ρχεται.

Έμαθα ότι βγάζουν και άλμπουμ σύντομα και γενικά αυτός ο συνδυασμός country, rock και ενθουσιασμού δένει πολύ καλά.
0 σχόλια

Υποτιμημένα πράγματα #1: Φόβος και παράνοια στο Λας Βέγκας

Αν θεωρήσουμε ένα ευρύτερο είδος ταινιών, ας πούμε τις ταινίες που αφηγούνται μια ιστορία εντός πραγματικού ιστορικού πλαισίου και επί της ουσίας, αποτελούν μια αφήγηση για το πλαίσιο αυτό σε ένα επίπεδο ιδεολογικό και αφαιρετικό, τότε είναι πραγματική υποτίμηση που ταινίες όπως το Forrest Gump έχουν μαζέψει τόσες διακρίσεις και βρίσκονται 100+θέσεις πιο πάνω από τον φόβο και την παράνοια στο Λας Βέγκας. Πάμε:

Και αν ο Φόρεστ και τα σοκολατάκια του είναι περισσότερο άχτι παρά σημείο αναφοράς και σύγκρισης, οτιδήποτε έχει ή θα φτιαχτεί για την εποχή των '60s και το θολωμένο από το lsd αμερικάνικο όνειρο έχει ως σημείο αναφοράς και επιτομή το βιβλίο του Hunter S. Thomson και την ταινία του Terry Gilliam (που ναι, ήταν κορυφαίο μέλος αυτών).

Η ταινία πάτωσε οικονομικά βγάζοντας τα μισά από όσα κόστισε, το αμερικάνικο κοινό δεν την κατάλαβε καν και στην Ευρώπη την πήραν πρέφα αρκετά χρόνια μετά και συνεχίζει να εκτιμάται αρκετά περιορισμένα. 

Και εντάξει, μπορεί να χάνει λίγο από την οξύτατη κριτική του βιβλίου πάνω στην φούσκα του αμερικανισμού,  τον ατομισμό και τον συνδεόμενο κρετινισμό της μεσαίας αμερικάνικης τάξης, μπορεί να επενδύει στιλιστικά στο τριπ παρά στις αιτίες που το γεννούν, αλλά οι λόγοι που υποτιμήθηκε η ταινία από κοινό και κριτικούς (sic) εδράζονται ακριβώς στον ίδιο πουριτανισμό και συντηρητισμό που χρειάζεται χημεία για να ξεφύγει από τον εαυτό της. 

Ούτε χρειάζεται να εκτιμηθεί ως κάποια ''γραμμή'' η επιλογή του ήρωα να αποδομήσει το αμερικάνικο mainstream μέσα από την κραιπάλη και τα ναρκωτικά- οι ιεροκύρηκες του lsd στην αμερική εκείνης της περιόδου (με ηγετικό στέλεχος ακόμα και τον Τομ Ρόμπινς) δεν έχουν σχέση ούτε με τον αντικομφορμισμό του μπιτ ούτε καν με τον απελευθερωτισμό των χίπις. Ωστόσο, το στιλιζαρισμένα αποκρουστικό πρόσωπο του κακού τριπ που αποτέλεσε μια συγκεκριμένη εποχή στην Αμερική αποτελεί στοιχείο της μειοψηφικής αντικουλτούρας και αν μη τι άλλο, η ταινία το αποτυπώνει όσο καλύτερα γίνεται. Σε τελική ανάλυση, ακόμα και η αποθέωση (εικαστικά και νοηματικά) κάθε λογής ουσίας, κάτω από το ιδιαίτερο φόντο της ματαιότητας των ηρώων και της τελικής αποτυχίας τους να πετύχουν κάτι περισσότερο από το trip, μπορεί να λειτουργήσει ως βασικό επιχείρημα της ανάγκης άλλης διεξόδου για το σπάσιμο του κονφορμισμού και της απατηλής λάμψης του απολίτικ ατομισμού.

Πέρα από όλα τα άλλα, το soundtrack είναι καταπληκτικό, η ταινία βγάζει γέλιο συνεχώς και επιπλέον, έχει και τρομερές ερμηνείες: Ο Τζόνι Ντεπ είναι ασύλληπτα τεράστιος στην ταινία αυτή, και μπροστά σε αυτόν, ο -ΥΠΕΡΤΙΜΗΜΕΝΟΣ-  Τζακ Σπάροου είναι κολλεγιόπαιδο. O Mπενίτσιο Ντελ Τόρο είναι ακόμα πιο τεράστιος και αρκετά υποτιμημένος ηθοποιός και επιπλέον, έχει υποδυθεί και αυτόν, σε μια επίσης μεγάλη ταινία.Τέλος, είναι road trip και στα road trip πάντα κρύβονται μεγάλες αλήθειες (άσχετο).



UNDERRATED LVL: 8,5/10 [γιατί μπορεί να έχει ένα φανατικό κοινό πλέον (που εντός του οποίου θα καταλήξει υπερτιμημένο αργά ή γρήγορα) αλλά πήγε να κλείσει το σπίτι του Γκίλιαμ και το έβρισαν αρκετά]
Δευτέρα 6 Αυγούστου 2012 0 σχόλια

Υπερτιμημένα πράγματα #1: Ο Batman

Και συγκεκριμένα, ο Batman του Νόλαν και της τριλογίας του, της λεγόμενης και ως ''ρεαλιστικής''. Για την ακρίβεια, όλοι οι απανταχού, κινηματογραφικοί ή χάρτινοι Batman, αν βγάλει κάποιος το αχαλίνωτο κιτς της τηλεοπτικής σειράς (ναναναναναννανανανανανανανανανανα batmaaaaaan) και τις ταινίες του Tim Burton που εμπνεύστηκαν από τον Batman (αυτό και τέλος), άντε βια και ΜΕΡΙΚΑ κόμικ, όπως ας πούμε το ''Killing Joke''.

(Για τον Ρόμπιν δεν θα γίνει καμία νύξη, γιατί είναι ο πιο αποτυχημένος sidekick στην ιστορία των κόμικ και του σινεμά. Όπως δεν θα γίνει νύξη για τις άλλες δυο ταινίες του Batman ανάμεσα στου Burton και του Nolan. Άντε, μια μικρή.)

Ο νυχτερίδας αποτελεί έναν από τους πιο παλιούς ήρωες της DC. Για την ακρίβεια, είναι από τους πρώτους, μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μαζί με το σύμβολο του φεμινισμού και του φετίχ Wonder Woman και τον ανεκδιήγητο εξωγήινο που φοράει στολή στα χρώματα της Αμερικής και φοβάται τον κρυπτονίτη. Αν και είναι πολύ μεγάλη κουβέντα το γιατί ακριβώς ο Μπάτμαν είναι στην πραγματικότητα ένα διεστραμμένο φασισταριό με 1st World Problems, η μεγάλη επιτυχία των τελευταίων ταινιών αναπόφευτα τον οδηγεί στο να εγκαινιάσει την στήλη με τα υπερ-υπο-εκτιμημένα.

Οι ταινίες, και οι δυο, χαρακτηρίζονται από χαοτική πλοκή, εντελώς μανιχαιστική λογική καλού-κακού και με σαφή προπαγάνδα του μότο: Ασφάλεια εναντίον ελευθερίας. Στην τρίτη ταινία τα πράγματα οξύνονται και απογυμνώνονται ακόμα περισσότερο: Οι οπαδοί του Bane που κρατάει όμηρο το μεγάλο κεφάλαιο της Gotham προσομοιάζονται με το κίνημα Occupy Wall St.! 

Ακόμα και οι γονείς του Μπάτμαν, ο άδικος χαμός των οποίων τον έκανε μασκοφόρο εκδικητή (sic) ήταν μια άλλη όψη του ''πως-οι-εκατομυριούχοι-μπορούν-να-σώσουν-τον-κόσμο'', φτιάχνοντας τρένα και θέσεις εργασίας. Η ίδια η Γκόθαμ είναι μια πόλη χωρίς πολίτες, παρά μόνο με εκλεκτά μέλη της μπουρζουαζίας (αυτά κυνήγαγε ο Τζόκερ: Εισαγγελείς, δημάρχους, δικηγορίνες με attitude, playboys, μαφιόζους της υψηλής κοινωνίας κλπ) και σούπερ κακούς, πολύ κακούς ανθρώπους που θέλουν πάντα να καταστρέψουν την ''Πόλη'', ως ένα ιδανικό εντελώς αφηρημένο. Ο Ρας Αλ Γκουλ, ο Τζόκερ και ο Μπέιν, όλοι μαζί με τον δικό τους ξεχωριστό τρόπο, προσπαθούν να διαλύσουν από τα θεμέλια την ''πόλη'' και μαζί το σύμβολο της ''τάξης και ηθικής'', τον Μπάτμαν. 

Ο οποίος Μπάτμαν λειτουργεί στην ταινία ως ένας πιο στυλάτος και μιλιταριστικός Jack Bauer της CTU. Αναιρεί κάθε πιθανό κανόνα και νόμο για να ''νικήσει το κακό'' και η μόνη μας ασφάλεια είναι ότι έχει μια αρχή-να μην σκοτώνει. Αυτό του επιτρέπει να ακούει όλα τα τηλέφωνα της πόλης, να δέρνει και να καταστρέφει δημόσια περιουσία απλά και μόνο για να σώσει την αγαπημένη του. Βέβαια ο Jack Bauer έχει μια πιο φυσιολογική και λιγότερο αστεία βραχνάδα στη φωνή. Αυτό, του άξιζε.  Μαζί του και ο επικεφαλής της Αστυνομίας, Γκόρντον, η απόδειξη ότι υπάρχουν ''καλοί'' μπάτσοι, που με την σειρά τους δεν λειτουργούν σε κανένα σημείο βάση νόμου αλλά με το μότο ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.

Και εντάξει, το να περιμένει κανείς πολιτικά νοήματα από την σύγχρονη σεναριακή ένδεια του Χόλιγουντ (όλες οι κορυφαίες εισπρακτικά ταινίες και όλες όσες έρχονται είναι είτε κόμικ, είτε remake είτε sequel) είναι μάλλον υπερβολή, αλλά και πάλι, το μεγαλύτερο μέρος του hype των ταινιών (και των τριών) είναι ο Χιθ Λέτζερ και εκεί έγκειται η υπερεκτίμηση. Όπως και στις δηλώσεις για τον πιο ''σύνθετο'' ήρωα των κόμικ και τον πιο ''σκοτεινό''. Τουναντίον: Μέχρι και ο Captain America διάολε οργάνωσε αντικυβερνητική αντίσταση (απέναντι στον έτερο playboy, Iron Man, που τουλάχιστον έχει πλάκα και δεν είναι ψυχάκιας), ακόμα και ο γελοίος εξωγήινος που φοράει το σώβρακο απ'έξω έχει αμφισβητήσει τον εαυτό του και τα ιδανικά του. Ο Μπάτμαν παραμένει διαχρονικά μονόχνωτος, σεξιστής, αδίστακτος corporateκαρχαρίας, χωρίς σε ούτε ένα σημείο να καταλάβει ότι η Γκόθαμ έχει εγκληματικότητα ακριβώς επειδή είναι μια πόλη με τεράστιες κοινωνικές αντιθέσεις, πληβειοποίηση κατώτερων στρωμάτων και μια λαίμαργη μπουρζουαζία.

Τουλάχιστον υπάρχουν και τίμια παιδιά εργατικών στρωμάτων στο σύμπαν των υπερηρώων, που σε γενικές γραμμές η αστυνομία δεν τους καλεί με προβολείς ομίχλης αλλά τους κυνηγά και που όσο και αν κινδυνεύει ο κόσμος παραμένουν χομπίστες.

Κατά τα άλλα, οι ταινίες του Νόλαν αποτελούν μια θεμιτή στροφή στην καλλιτεχνική διεύθυνση έναντι της ευκολίας του φαντεζί εφέ ή του 3D (και στο Inception και στο Prestige), επαναφέρουν την έννοια ''δημιουργός'' στο αμερικάνικο εμπορικό σινεμά που είχε αντικατασταθεί με τεχνοκράτες τύπου Michael Bay, αλλά το να βλέπεις τον Σκοτεινό Ιππότη στη θέση 7 αυτής της λίστας, ε, δίνει τον ορισμό της υπερεκτίμησης (αν και το νούμερο 21 είναι επίσης προκλητικό, αλλά αυτό είναι για επόμενη συζήτηση..).

OVERRATED LVL: 7,5/10

>UPDATE: ο σκοτεινός ιππότης επιστρέφει (σπόιλερς_)
Η τρίτη ταινία αποδυκνείει περίτρανα όλα τα παραπάνω. Αλλά και μερικά ακόμα: 

Το σενάριο είναι ιδεολογικά ακόμα πιο αντιδραστικό από ότι στις προηγούμενες ταινίες. Το τι ήθελε να πει ο ποιητής με τις ευθείες συγκρίσεις του Bane με τον αντικαπιταλισμό και το Occupy Wall St. κανείς δεν κατάλαβε. Όπως και το γεγονός ότι οι μόνοι πολίτες της Γκόθαμ που οργάνωσαν αντίσταση ήταν οι μπάτσοι(!), υπονοώντας ότι όλοι οι υπόλοιποι είτε πήγαν με τον Bane (ανεξήγητοι οι λόγοι, σκοτώστρα και απελευθερωτής με απειλή ατομικής μπόμπας καθώς ήταν) είτε έμειναν σπίτια τους. Βέβαια, ο Νόλαν αρνείται οποιαδήποτε σύνδεση του έργου με ''πολιτική''. Όχι ότι έχει και πολύ σημασία: Η ταινία είναι ένα οπτικοακουστικό (με το ακουστικό να έχει τεράστιο ρόλο) υπερθέαμα από τα λίγα. Ο Batman περιφέρεται (αν και δεν εμφανίζεται πολύ) τη μια ως χομπίστας που θέλει να ξαναρίξει ξύλο (και την πατάει σαν να ήταν ο Kick-Ass) και την άλλη ως ο αναστημένος Μεσσίας που έρχεται να επαναφέρει την κανονικότητα σε μια Γκόθαμ που την χαρακτηρίζουν τα λαικά δικαστήρια (περίπου) και η απειλή μιας ατομικής βόμβας που θα σκάσει ούτως ή άλλως. Βασικά  αν το καλοσκεφτεί κανείς δεν στέκει σχεδόν τίποτα στο σχέδιο του Bane, και αυτό γίνεται ακόμα χειρότερο από την ''ανατροπή'' του φινάλε που αποδυκνείεται ότι δεν ήταν καν δικό του σχέδιο. Η ταινία στέκει περισσότερο ως ένα σχέδιο της ομάδας του Inception για να αφήσει ο Batman την στολή του: Αν εμφανιζόταν ο ΝτιΚάπριο ως Ρόμπιν ή Poison Ivy δεν θα ξένιζε. 

Τώρα, πέρα από το γεγονός ότι η υπόθεση μπάζει και το γεγονός ότι όσο άρτια, άλλο τόσο ψυχρή και αποστασιοποιημένη είναι η σκηνοθεσία του Νόλαν, η φιλοδοξία της εκπληκτικής αυτής ταινίας βάζει ένα νέο πήχη στην παραγωγή του είδους.  Πρέπει όμως να γίνει άλλη μια μνεία στο μουσικό σκορ, στο οποίο οφείλεται μεγάλο ποσοστό της δυναμικής του έργου. 

Από εκεί και πέρα, ο Hardy ψιλοχαραμίζεται με την μάσκα και την λίγο αλα ντουντούκα φωνή του, αλλά το μεγαλύτερο, το πιο σημαντικό, το πιο άξιο συγχαρητηρίων, το πιο αναπάντεχο κατόρθωμα του Νόλαν και της ταινίας είναι το γεγονός ότι κατάφερε να φτιάξει ένα ρόλο που έκανε την νερόβραστη πριγκίπισσα για κορίτσια προσχολικής ηλικίας, γκόμενα


και δώρο έκπληξη, η νέα ταινία σε HD από πειρατικό blog.
 
;